πενιχρός

πενιχρός
-ή, -ό
1. φτωχικός: Πενιχρά ρούχα.
2. λιγοστός, ανεπαρκής: Πενιχρά έσοδα.
3. ασήμαντος, μικρής αξίας: Πενιχρά τα αποτελέσματα της καλοκαιρινής μας δουλειάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πενιχρός — poor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρός — ή, ό / πενιχρός, ά, όν, ΝΑ αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα») νεοελλ. 1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή») 2. ο δηλωτικός τής πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός… …   Dictionary of Greek

  • πενιχρά — πενιχρός poor neut nom/voc/acc pl πενιχρά̱ , πενιχρός poor fem nom/voc/acc dual πενιχρά̱ , πενιχρός poor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρότερον — πενιχρός poor adverbial comp πενιχρός poor masc acc comp sg πενιχρός poor neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχροτέραις — πενιχρός poor fem dat comp pl πενιχροτέρᾱͅς , πενιχρός poor fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρῶν — πενιχρός poor fem gen pl πενιχρός poor masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρόν — πενιχρός poor masc acc sg πενιχρός poor neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχραῖς — πενιχρός poor fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχραί — πενιχρός poor fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχροτάτου — πενιχρός poor masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”